διαιρετέον

διαιρετέον
διαιρ-ετέον,
A one must divide or distinguish, Pl.R.412b, Lg.874e, Porph.Abst.2.38;

δίχα δ. Pl.Sph.265a

;

τινὰς ἀπ' ἀλλήλων Id.Plt.287b

;

διαιρετέον πόσαι διαφοραί Arist.Pol.1289b12

.
2 one must open a vein, Antyll. ap. Orib. 7.2 tit., Aët.16.90.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διαιρετέον — one must divide masc acc sg διαιρετέον one must divide neut nom/voc/acc sg διαιρετέος masc acc sg διαιρετέος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιρετέος — διαιρετέον one must divide masc nom sg διαιρετέος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπηλίκος — ὁπηλίκος, η, ον (Α) (σε αναφ. και πλάγιες ερωτημ. προτάσεις) πόσο μεγάλος ή μικρός («καθ ὁπόσα μέρη... καὶ ὁπηλίκα διαιρετέον αὐτούς», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφορική αντων. ὁπηλίκος έχει σχηματιστεί από το θ. *yo τής αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ (βλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”